Ο Μιλαρέπα ήταν μύστης και ζούσε στο Θιβέτ. Μια μέρα, τον επισκέφθηκε ένας νεαρός και του είπε:
«Θέλω να αποκτήσω δυνάμεις. Σε παρακαλώ, δώσε μου ένα μάντρα.»
Ο Μιλαρέπα είπε:
«Εμείς εδώ δεν έχουμε μάντρας. Εμείς είμαστε μύστες. Τα μάντρας είναι για τους ζογκλέρ. Γιατί θα έπρεπε να χρειαζόμαστε δυνάμεις εμείς;»
Όσο περισσότερο όμως αρνιόταν ο Μιλαρέπα, τόσο περισσότερο θεωρούσε ο νεαρός ότι κάτι πρέπει να υπήρχε εκεί. «Αλλιώς, γιατί να αρνηθεί;» Έτσι, συνέχισε να επιστρέφει στον Μιλαρέπα ξανά και ξανά.
Μεγάλα πλήθη συγκεντρώνονται πάντοτε γύρω από τους αγίους οι οποίοι διώχνουν τον κόσμο πετώντας του πέτρες. Τα πλήθη θεωρούν ότι ο άγιος πρέπει να έχει κάτι ιδιαίτερο, αλλιώς δεν θα έδιωχνε τους ανθρώπους. Δεν καταλαβαίνεις όμως ότι το να βάζεις διαφήμιση στην εφημερίδα και το να πετάς πέτρες στον κόσμο είναι το ίδιο ακριβώς κόλπο. Η διαφήμιση είναι ίδια.
Και ο δεύτερος τρόπος είναι πιο πονηρός από τον πρώτο. Όταν οι άνθρωποι διώχνονται από κάποιον που τους πετάει πέτρες, δεν καταλαβαίνουν ότι στην πραγματικότητα έλκονται από αυτόν.
Ο νεαρός νόμιζε ότι ο Μιλαρέπα του κρύβει κάτι, οπότε άρχισε να έρχεται κάθε μέρα. Στο τέλος, ο Μιλαρέπα τον βαρέθηκε κι έγραψε ένα μάντρα σε ένα χαρτί και το έδωσε στον νεαρό, λέγοντας:
«Πάρε αυτό. Απόψε είναι νύχτα χωρίς φεγγάρι. Διάβασε το αυτό πέντε φορές και θα πάρεις τις δυνάμεις που θέλεις. Τώρα φύγε κι άσε με ήσυχο.»
Ο νεαρός άρπαξε το χαρτί, γύρισε την πλάτη κι έφυγε τρέχοντας. Ούτε που ευχαρίστησε τον Μιλαρέπα. Δεν είχε κατέβει ακόμα τα σκαλιά του ναού, όταν ο Μιλαρέπα του φώναξε:
"Φίλε μου, ξέχασα να σου πω ότι υπάρχει ένας απαράβατος όρος γι' αυτό το μάντρα. Όταν το διαβάσεις, δεν πρέπει να έχεις καμία σκέψη στο νου σου για πιθήκους».
Ο νεαρός είπε:
«Μην ανησυχείς! Ποτέ δεν σκέφτηκα τίποτα για πιθήκους σε όλη μου τη ζωή. Απλώς πρέπει να το διαβάσω πέντε φορές. Κανένα πρόβλημα!»
Δεν είχε φτάσει στη βάση της σκάλας, όταν άρχισαν να έρχονται οι πίθηκοι. Τρόμαξε πολύ, έκλεισε τα μάτια του και υπήρχαν πίθηκοι μέσα του. Άνοιξε τα μάτια, κοίταξε γύρω του και είδε παντού πιθήκους, ακόμα κι εκεί που δεν υπήρχαν. Είχε νυχτώσει και κάθε κίνηση στα δέντρα έμοιαζε να είναι πίθηκος. Οι πίθηκοι βρισκόταν παντού! Μέχρι να φτάσει στο σπίτι του, ήταν πολύ ανήσυχος, επειδή μέχρι τότε δεν είχε σκεφτεί ποτέ τους πιθήκους. Δεν είχε καμία σχέση με πιθήκους!
Έκανε μπάνιο, όμως οι πίθηκοι βρισκόταν μέσα του. Ολόκληρος ο νους του είχε μία εμμονή: πιθήκους. Τότε κάθισε να διαβάσει το μάντρα. Έβγαλε το χαρτί, έκλεισε τα μάτια του, όμως μέσα του υπήρχε ένα ολόκληρο κοπάδι από πιθήκους, που τον ενοχλούσε.
Φοβήθηκε πάρα πολύ, επέμενε όμως όλη νύχτα. Άλλαζε συνεχώς θέση στο σώμα του, έπαιρνε αυτή και την άλλη στάση της Γιόγκα, όμως οι πίθηκοι ήταν ανένδοτοι. Δεν τον άφησαν εκείνη τη νύχτα.
Μέχρι το πρωί, ο νεαρός είχε σχεδόν τρελαθεί από το φόβο του και κατάλαβε πως δεν μπορούσε να πετύχει το μάντρα της δύναμης τόσο εύκολα. Είδε ότι ο Μιλαρέπα ήταν πολύ έξυπνος και του είχε βάλει έναν πολύ δύσκολο όρο.
Ο Μιλαρέπα ήταν τρελός! Αν ήταν οι πίθηκοι το εμπόδιο, τουλάχιστον δεν έπρεπε να τους είχε αναφέρει. Τότε πιθανόν να μπορούσε να πετύχει τη δύναμη του μάντρα.
Το πρωί, πήγε στον Μιλαρέπα κλαίγοντας και είπε:
«Πάρε πίσω το μάντρα σου. Έκανες ένα μεγάλο λάθος. Αν ήταν οι πίθηκοι το εμπόδιο, τότε δεν έπρεπε να τους έχεις αναφέρει. Εγώ ποτέ δεν σκεφτόμουν πιθήκους, όλη τη νύχτα όμως οι πίθηκοι με κυνηγούσαν. Τώρα πρέπει να περιμένω για την επόμενη ζωή για να πετύχω αυτό το μάντρα της δύναμης, επειδή σ' αυτή τη ζωή το μάντρα και οι πίθηκοι έγιναν ένα. Τώρα δεν είναι δυνατόν να τους ξεφορτωθώ».