Δεν μένουμε με οποιοδήποτε αίσθημα, καθαρό και απλό, αλλά πάντα το περιβάλλουμε με το ενδυμα των λέξεων. Οι λέξεις διαστρεβλωνουν την αληθεια των γεγονοτων.
Η σκέψη στροβιλίζοντας γύρω του, το ρίχνει σε σκιά, το υπερκαλυπτει με ογκώδεις φόβους και πόθους.
Ποτέ δεν μένουμε με ένα αίσθημα και τίποτε άλλο.
Με το μίσος ή με εκείνο το παράξενο αίσθημα της ομορφιάς. Όταν το συναίσθημα του μίσους γεννιέται, λέμε πόσο κακό είναι, υπαρχει η κινηση της κρισης…
Υπάρχει ο καταναγκασμός, ο αγώνας για να το υπερνικήσουμε, η ταραχή της σκέψης γι' αυτό.
Θέλουμε να παραμείνουμε με την αγάπη, αλλά την κομματιάζουμε αποκαλώντας την προσωπική ή απρόσωπη...την καλύπτουμε με λέξεις, λέγοντας οτι είναι παγκόσμια η συνηθισμένη. Εξηγούμε πώς να την αισθανόμαστε, πώς να τη διατηρούμε, για ποιό λόγο σβύνει...σκεφτόμαστε κάποιον που αγαπάμε ή κάποιον που μας αγαπά.
Υπάρχει κάθε είδους λεκτική κίνηση.
Αδυνατουμε να μείνουμε με το αίσθημα του θυμού, της ζήλειας, με το δηλητήριο της φιλοδοξίας. Γιατί στο κάτω-κάτω, αυτό είναι που έχουμε στην καθημερινή ζωή, παρ' όλο που μπορεί να θέλουμε να ζήσουμε με αγάπη ή με τη λέξη "αγάπη".
Ο νούς δεν αφήνει το αίσθημα ήσυχο. Εισβάλλει ορμητικά με τις αναμνήσεις του, τους συνειρμούς του, τα ναι και τα όχι του, την ασταμάτητη φλυαρία του.
Πάρατηρησε ένα λουλουδι. Μπορείς να το κοιτάξεις, να θαυμάσεις τη λεπτή ομορφιά του, χωρίς να πείς πόσο όμορφο είναι ή από που προέρχεται?
Μπορείς να κοιτάξεις χωρίς την κίνηση του νού? Μπορείς να ζήσεις με το αίσθημα πίσω απο τη λέξη, χωρίς το αίσθημα που η σκέψη φτιάχνει?
Αν μπορείς, τότε θα ανακαλύψεις κατι εκπληκτικό, μια κίνηση πέρα απο το μέτρο του χρόνου, μια άνοιξη που δεν ξέρει καλοκαίρι.
O ουρανός ψηλά ήταν έντονα γαλάζιος και ο ορίζοντας ήταν γεμάτος με τεράστια άσπρα σύννεφα που πάνω τους έπεφτε ο πρωινός ήλιος. Τα σχήματά τους ήταν φανταστικά και έμεναν ακίνητα και απόμακρα.
Ο νούς είχε επίγνωση των μεγαλόπρεπων δέντρων, των πέτρινων λόφων, των χωρικών, των πλατιών γαλάζιων ουρανών, όμως καμμιά σκέψη δεν τον τάραζε.
Δεν υπήρχε φτερούγισμα της μνήμης, καμιά προσπάθεια να κρατήσεις ή να αντισταθείς, μήτε υπήρχε τίποτε στο μέλλον για να το αποκτήσεις.
Ο νούς αγκάλιαζε το κάθε τι, ήταν πιο γρήγορος απο το μάτι και δεν κρατούσε αυτό που αντιλαμβανόταν...Ο,τι συνέβαινε περνούσε μέσα από αυτόν, όπως η αύρα περνάει ανάμεσα απο τα κλαδιά του δέντρου.
'Ακουγε κανείς τη συζήτηση πίσω του και έβλεπε το φορτηγό που πλησίαζε και ο νούς ήταν τελείως ήσυχος...και η κίνηση μέσα σ' αυτήν την ήσυχία ήταν ή ώθηση μιάς νέας αρχής, μιάς νέας γέννας.
Αλλά αυτή η νέα αρχή δεν θα γινόταν ποτέ παλιά, δεν θα γνώριζε ποτέ το χθές και το αύριο.
Ο νούς δεν ζούσε το καινούριο...ήταν αυτός ο ίδιος το καινούριο,
δεν είχε συνέχεια και επομένως δεν είχε θάνατο.
'Ηταν καινούριος, δεν γινόταν καινούριος.
Η φωτιά δεν προερχόταν από τη χόβολη του χθές.
Ενα "Κ ρισναμουρτικο" Κειμενο