Στα 1959, όταν διάβασα το βιβλίο του Κρισναμούρτι : ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ – ΑΡΧΗ ΚΑΙ ΤΕΛΟΣ, έκανα την πρώτη μου γνωριμία με το έργο του. Εκείνο που μου προκάλεσε το ενδιαφέρον ήταν κυρίως η βαθειά και κοφτερή θεώρηση που είχε ο Κρισναμούρτι στο πρόβλημα παρατηρητής και παρατηρούμενο. Το ζήτημα αυτό βρισκόταν από πολύν καιρό στο κέντρο και της δικής μου έρευνας στη θεωρητική φυσική, που είχε σαν κύριο άξονα τα συνεπαγόμενα της κβαντικής θεωρίας.
Σ’ αυτή τη θεωρία, για πρώτη φορά στην ιστορία της φυσικής, η ιδέα ότι ο παρατηρητής και το παρατηρούμενο αντικείμενο είναι αδιαχώριστα, είχε προταθεί σαν μια απαραίτητη έννοια για την κατανόηση των θεμελιακών νόμων της ύλης γενικά. Για το λόγο αυτό, αλλά και διότι αυτό το βιβλίο του περικλείει πολλές άλλες θεωρήσεις μεγάλης εμβέλειας, ένοιωθα την ανάγκη να μιλήσω άμεσα και προσωπικά με τον Κρισναμούρτι όσο γινόταν πιο σύντομα. Και από την πρώτη μας συνάντηση, στη διάρκεια μιας επίσκεψής του στο Λονδίνο, έμεινα έκπληκτος από το πόσο άνετη ήταν η επικοινωνία μαζί του, εξ αιτίας της έντονης ενέργειας που έδινε στο ν’ ακούει το συνομιλητή του και της απόλυτης απουσίας επιφυλάξεων και αμυντικών φραγμάτων στις προτάσεις που του διατύπωνα.
Αυτό το είδος στάσης μου ήταν οικείο σαν φυσικός επιστήμονας που είμαι, διότι στις συναντήσεις μου με άλλους ερευνητές που μ’ αυτούς είχα μεγάλη διανοητική συγγένεια, αυτοί είχαν παρόμοιες συμπεριφορές. Αναφέρομαι κυρίως στον Άλμπερ Άϊνστάιν, που παρουσίαζε την ίδια αυτή ένταση και την ίδια απουσία άμυνας στη διάρκεια πολλών συνομιλιών μας. Μετά από αυτόν, άρχισα να έχω με τον Κρισναμούρτι τακτικές συναντήσεις και συνομιλίες σε κάθε παραμονή στο Λονδίνο.
Έτσι γεννήθηκε μια συνεργασία που από τότε γινόταν όλο και πιο στενή, καθώς ενδιαφερόμουν όλο και πιο πολύ για τα σχολεία που είχε ιδρύσει με πρωτοβουλία του. Σ’ αυτές ακριβώς τις συνομιλίες εξετάσαμε όσο μπορούσαμε πιο βαθιά πολλά θέματα που μ’ ενδιέφεραν σαν φυσικό επιστήμονα που ασχολιόταν με την έρευνα. Επιπλέον, διερευνήσαμε μαζί τη φύση του χώρου και του χρόνου και του σύμπαντος, τόσο στο επίπεδο του εξωτερικού κόσμου όσο και στον κόσμο του πνεύματος.
Στη συνέχεια, αναρωτηθήκαμε για τη γενικευμένη σύγχυση και αταξία που εισβάλλουν από παντού στην ανθρώπινη συνείδηση.
Ακριβώς εδώ ήρθα σ’ επαφή με αυτό που για μένα είναι η πιο σημαντική ανακάλυψη του Κρισναμούρτι. Επέμεινε πάρα πολύ σοβαρά στην ιδέα ότι όλη αυτή η αταξία, που είναι η βασική αιτία του πόνου και της δυστυχίας που απλώνονται τόσο πλατιά στον κόσμο και εμποδίζει τους ανθρώπους να εργάζονται αρμονικά, έχει για ρίζα της την άγνοιά μας για τη γενική φύση των νοητικών μας λειτουργιών. Ή για να το εκφράσω αυτό διαφορετικά, μπορεί κανείς να πει, να βεβαιώσει ότι εμείς οι άνθρωποι δεν βλέπουμε αυτό που συμβαίνει πραγματικά γιατι είμαστε απασχολημένοι στο να σκεφτόμαστε.
Με βάση μια πολύ στενή εξέταση και μια πολύ λεπτομερειακή παρατήρηση αυτής της δραστηριότητας της σκέψης, ο Κρισναμούρτι μπορεί να αντιλαμβάνεται άμεσα το γεγονός ότι η σκέψη είναι μια διαδικασία, μια λειτουργία υλική που συμβαίνει, ξετυλίγεται μέσα στον άνθρωπο, στον εγκέφαλο και στο σύνολο του νευρικού συστήματος.
Όμως, κατά κανόνα, εκείνο στο οποίο εμείς είμαστε ευαίσθητοι είναι κυρίως το περιεχόμενο της σκέψης και όχι ο ακριβής, συγκεκριμένος μηχανισμός της. Αυτό μπορούμε να το αποδείξουμε αν σκεφτούμε τι συμβαίνει όταν διαβάζουμε ένα βιβλίο: το πιο συχνά, είναι μόνο το νόημα των όσων διαβάζουμε που αποσπά την προσοχή μας σχεδόν αποκλειστικά. Ωστόσο, θα μπορούσε κανείς να προσέξει το ίδιο το βιβλίο, το γεγονός ότι αποτελείται από φύλλα που μπορεί να τα γυρίζει, να προσέξει τις τυπωμένες λέξεις, την τυπογραφική μελάνη, την υφή του χαρτιού, κλπ. Με τον ίδιο τρόπο, θα μπορούσαμε ν’ αντιληφθούμε, να συνειδητοποιήσουμε τη δομή και τις λειτουργίες της διαδικασίας της σκέψης μας, και όχι μόνο το περιεχόμενό της.
Πως γίνεται, πως μπορεί να πραγματοποιηθεί αυτή η συνειδητοποίηση; Ο Κρισναμούρτι εξηγεί ότι αυτό προϋποθέτει μια προσπάθεια που την ονομάζει «διαλογισμό». Αυτός ο όρος αποδόθηκε σ’ ένα μεγάλο αριθμό εννοιών, τόσο διαφορετικών αλλά και αντιφατικών, που συνήθως καλύπτουν διάφορες επιφανειακές μορφές μυστικισμού. Όμως, όταν ο Κρισναμούρτι χρησιμοποιεί αυτόν τον όρο, του δίνει μια έννοια πολύ ξεκάθαρη και συγκεκριμένη. Μπορούμε να την αντιληφθούμε αν εξετάσουμε τις έννοιες που έχουν ρίζα της λέξης meditation (μεντιτασιόν), διαλογισμός. (Η ρίζα των λέξεων, αν κανείς την πλησιάζει από την γενικά αποδεκτή σήμερα έννοια της, ανοίγει εκπληκτικές προοπτικές σε πιο βαθιές έννοιες.)
Η λέξη μεντιτασιόν προέρχεται από την λατινική ρίζα μεντ, med, που σημαίνει μετράω. Η σημερινή έννοια είναι «στοχάζομαι, ζυγίζω, υπολογίζω, καθώς και, δίνω προσοχή». Παρόμοια, ο όρος, η λέξη dhyana, που στα σανσκριτικά σημαίνει διαλογισμός, πλησιάζει τον όρο dhynati, που σημαίνει στοχάζομαι, σκέφτομαι, αντανακλώ. Με βάση τα παραπάνω η λέξη mediter, διαλογίζομαι, θα σήμαινε «ζυγίζω τα πράγματα στοχάζομαι, ενώ ταυτόχρονα δίνω προσοχή σε ό,τι συμβαίνει πραγματικά ενώ ασχολούμαι με αυτή την πράξη».
Αναμφίβολα, αυτή είναι η αρχή, το ξεκίνημα του διαλογισμού σύμφωνα με τον Κρισναμούρτι. Με άλλα λόγια, αυτό προϋποθέτει να είναι κανείς εξαιρετικά προσεχτικός, παρατηρητικός σε όλα όσα συνδέονται με την πραγματική δραστηριότητα (ή λειτουργία) της σκέψης, που είναι η αιτία που βρίσκεται κάτω απ’ όλη τη γενική μας αταξία. Αυτή η παρατηρητικότητα αποκλείει κάθε έννοια εκλογής, κριτικής, αποδοχής ή απόρριψης μπροστά σ’ αυτό που συμβαίνει.
Κι αυτή η παρατηρητικότητα συνδέεται μ’ έναν στοχασμό για το νόημα των όσων μαθαίνουμε σχετικά με τη λειτουργία, τη δραστηριότητα της σκέψης. (θα μπορούσαμε να συγκρίνουμε αυτό με την ανάγνωση ενός βιβλίου που οι σελίδες του θα ήταν μπερδεμένες, ανάκατες. Στην περίπτωση αυτή, αξίζει πολύ περισσότερο να τακτοποιήσεις αυτή την αταξία παρά να δεχτείς αυτή τη μπερδεμένη σελιδοποίηση και να θελήσεις να βγάλεις νόημα απ’ αυτό το ανάκατο περιεχόμενο).
Ο Κρισναμούρτι έχει διαπιστώσει ότι αυτή η πράξη του διαλογισμού, (του υπολογισμού) θα έβαζε αυτόματα τάξη στη δραστηριότητα της σκέψης, κι αυτό, χωρίς την επέμβαση μιας θέλησης, μιας εκλογής, μιας απόφασης ή όποιας άλλης δράσης εκ μέρους του «σκεπτόμενου» ατόμου. Μόλις πραγματοποιηθεί αυτή η τάξη, ο θόρυβος και το χάος που αποτελούν το συνηθισμένο υπόβαθρο της συνείδησής μας παύουν, και ο νους μένει γενικά ήσυχος, σιωπηλός.
(Η σκέψη δεν μπαίνει σε δράση παρά μόνο σε περίπτωση ανάγκης, και για λόγους αληθινά σημαντικούς, μετά διακόπτεται, σιωπά, μέχρι που να την χρειαστούμε ξανά).
Μέσα σ’ αυτή τη σιωπή, μας λέει ο Κρισναμούρτι, αναβλύζει, παρουσιάζεται κάτι καινούριο και δημιουργικό, κάτι που δε θα μπορούσαν να μεταδώσουν οι λέξεις, αλλά που έχει την πιο μεγάλη σημασία για τη ζωή μας. Ο Κρισναμούρτι δεν προσπαθεί να μας κάνει να μοιραστούμε αυτό το κάτι μεσ’ από κάποια ομιλία, με το λόγο, αλλά προτιμά να προσκαλεί όσους ενδιαφέρονται γι’ αυτό, να ερευνήσουν άμεσα αυτό το ζήτημα του διαλογισμού, με τα δικά τους μέσα ή δυνάμεις, δίνοντας πραγματική προσοχή στην ίδια τη φύση της σκέψης.
Χωρίς να προχωρήσουμε στην πιο βαθειά μελέτη του νοήματος αυτού του διαλογισμού, μπορεί κανείς να πει ότι ο διαλογισμός, όπως τον εννοεί ο Κρισναμούρτι, μπορεί να φέρει την τάξη στο σύνολο των νοητικών μας λειτουργιών (ή δραστηριοτήτων) και μπορεί να παίξει βασικό ρόλο, να γίνει το κλειδί για το τελείωμα των βασάνων, της δυστυχίας, του χάους και της σύγχυσης που αποτελούν, από τα βάθη του χρόνου, τη θλιβερή μοίρα της ανθρωπότητας και που διαιωνίζονται, συνεχίζονται ακόμα παντού, χωρίς να λάμπει στον ορίζοντα η παραμικρή χειροπιαστή προοπτική που θα υποσχόταν μια θεμελιακή αλλαγή αυτής της θλιβερής κατάστασης.
Το έργο του Κρισναμούρτι διαποτίζεται ακέραιο από αυτό που θα μπορούσαμε σίγουρα να ονομάσουμε ουσία του επιστημονικού πνεύματος, όπως αυτό παρουσιάζεται στο πιο υψηλό και το πιο αγνό επίπεδό του. Έτσι, ο Κρισναμούρτι ξεκινά από ένα γεγονός, που αναφέρεται στο χαρακτήρα, στη φύση των διαφόρων λειτουργιών της σκέψης μας. Το γεγονός αυτό διαπιστώνεται με την επέμβαση μιας αδιάπτωτης προσοχής που προϋποθέτει μια επάγρυπνη και ακριβή παρατήρηση της λειτουργίας της συνείδησής μας.
Στη πορεία, εμείς μαθαίνουμε συνεχώς, και από αυτό μας έρχεται η ξεκάθαρη αντίληψη της γενικής φύσης της λειτουργίας ή διαδικασίας της σκέψης. Μετά, αυτή η διεισδυτική θεώρηση δοκιμάζεται: πρώτα επαληθεύουμε αν αυτή στέκεται στο επίπεδο της λογικής, αν υπακούει σε μια ορθολογική τάξη. Μετά, βλέπουμε αν αυτή φέρνει τάξη και συνοχή, κρίνοντας με βάση τα ίχνη που αφήνει και ομορφαίνει ολάκερη την ύπαρξή μας.
Ο Κρισναμούρτι επιμένει αδιάκοπα στο γεγονός ότι δεν αυτοτοποθετείται σε θέση αυθεντίας. Έκανε ορισμένες ανακαλύψεις και απλά προσπαθεί να τις κάνει προσβάσιμες, πρόσφορες σε όλους όσοι είναι πρόθυμοι ν’ ακούσουν. Το έργο του δεν έχει κανένα δογματικό περιεχόμενο και ούτε προσφέρει κάποιον εξοπλισμό από τεχνικές ή μεθόδους που σκοπεύουν να σιγήσουν τον νου.
Ο Κρισναμούρτι δεν επιδιώκει σε καμιά περίπτωση να εγκαταστήσει κάποιο νέο σύστημα θρησκευτικής πίστης. Αντίθετα, ο καθένας είναι ελεύθερος να δει αν μπορεί ν’ ανακαλύψει από μόνος του αυτό το κάτι στο οποίο ο Κρισναμούρτι στρέφει τη προσοχή μας, και απ’ αυτή τη βάση, να ξεκινήσει μετά για την ανακάλυψη των δικών του οριζόντων.
Είναι φανερό ότι αυτές οι λίγες γραμμές εισαγωγής στο έργο του Κρισναμούρτι δεν έχουν άλλη φιλοδοξία παρά να δείξουν το πώς εγώ αντιλήφθηκα το έργο αυτό σαν φυσικός επιστήμονας που είμαι.
Αλλά για να κατανοήσει κανείς πλέρια το μήνυμα του Κρισναμούρτι, είναι βέβαια απαραίτητο να μην μείνει κανείς εδώ, αλλά να διαβάσει τα όσα λέει ο ίδιος ο Κρισναμούρτι, να τα διαβάσει μ’ εκείνη την ποιότητα προσοχής που περιγράψαμε πιο πάνω –μια προσοχή που αναφέρεται σε όλες μας τις αντιδράσεις εξωτερικά και εσωτερικά.
Ντέιβιντ Μπόμ