"Η Μουσική είναι ένα ηθικό δίκαιο.Δίνει ψυχή στο σύμπαν, φτερά στο νου, πτήση στη φαντασία, και γοητεία και ευθυμία στη ζωή και τα πάντα"
Σωκράτης
Στο μουσικό έργο 4:33, δεν παίζεται κανένας ήχος από την ορχήστρα, επί 4 λεπτά και 33 δευτερόλεπτα. Το έργο εκτελείται κανονικά και με ευλαβεια. Μπορούν να ακουστούν κάποια βηξίματα και ο κτυπος της καρδιας…
Ο John Cage θεωρείται ως ένας από τους μεγαλύτερους Αμερικάνους συνθέτες του 20ού αιώνα. Εκπρόσωπος της avant-garde σκηνής ο Cage πειραματίστηκε κυρίως πάνω στο τυχαίο και στις πιο ασυνήθιστες μορφές ήχου και μουσικής. Για τον Κέιτζ όλοι οι θόρυβοι και οι ήχοι μπορούσαν να είναι μουσική. Πιστευε ότι η μουσική «είναι τέλεια, αν κάποιος παραβλέψει το μυαλό και τις επιθυμίες του και την αφήσει να δράσει μόνη της».
Ένα από τα πιο συζητημένα έργα του είναι το 4'33'' γραμμένο για κλασσική ορχήστρα κατά την διάρκεια του οποίου κανένα όργανο δεν παίζει τίποτα. Για το συγκεκριμένο κομμάτι έχουν γίνει άπειρες συζητήσεις αλλά οι πιο πολλοί άνθρωποι δεν κατανοούν ότι το κομμάτι αυτό δεν στοχεύει στο να μην ακούσεις τίποτα αλλά να ακούσεις τους υπόλοιπους ήχους κατα την διάρκεια της "ησυχίας".
Ακόμα και για τους πλέον δύσπιστους σε αυτούς τους πειραματισμούς μπορεί κανείς να πει ότι για ένα κομμάτι στο οποίο δεν ακούγεται τίποτα έχουν χυθεί τόνοι μελανιού. Δεν δείχνει αυτό κάτι; Εάν αυτό δεν είναι πραγματικός πειραματισμός και εξερεύνηση του τυχαίου και το πως επηρεάζει την συμπεριφορά μας δεν ξέρω τι είναι. Εξάλλου όπως όλοι οι μεγάλοι επιστήμονες και καλλιτέχνες γνωρίζουν το τυχαίο δεν είναι ποτέ κάτι που συμβαίνει χωρίς λόγο, αλλά κάτι το οποίο μας δίνει την ευκαιρία να ψάξουμε τον λόγο για τον οποίο συνέβη.
Concert dedicated to John Cage. This video was chosen to the TOP 10 video on Classical Music on the WeShow Awards US Edition.
Η πρώτη εκτέλεση του κομματιού 4’33" του John Cage δημιούργησε σκάνδαλο. Γραμμένο το 1952, είναι η πιο φημισμένη σύνθεση του Cage, το αποκαλούμενο και σιωπηλό έργο. Το έργο αποτελείται από 4 λεπτά και 33 δευτερόλεπτα στα οποία ο πιανίστας δεν παίζει τίποτα. Η πρώτη εκτέλεση δόθηκε από τον David Tudor, στις 29 Αυγούστου του 1952, στο Woodstock της Νέας Υόρκης για ένα κοινό που υποστήριζε τη μοντέρνα τέχνη...
Ο Tudor τοποθέτησε τη χειρόγραφη παρτιτούρα, λευκές σελίδες ενός τυπικού πενταγράμμου, στο πιάνο και στάθηκε ανέκφραστος χρησιμοποιώντας ένα ρολόι για να μετρά τη διάρκεια κάθε μέρους. Η παρτιτούρα καθόριζε τρία μέρη, κάθε ένα με διαφορετική διάρκεια που όμως προστιθέμενα ήταν 4 λεπτά και 33 δευτερόλεπτα. Ο Tudor σήμαινε την λήξη κάθε μέρους κατεβάζοντας το καπάκι των πλήκτρων του πιάνου. Ο αέρας στα δέντρα εισέβαλλε στο πρώτο μέρος που διήρκεσε 30 δευτερόλεπτα. Σταγόνες βροχής άρχισαν να πέφτουν στην οροφή κατά την διάρκεια του δεύτερου. Ο καλλιτέχνης κάθε τόσο γύριζε τις σελίδες της παρτιτούρας, πάντα χωρίς να παίζει τίποτα. Το ακροατήριο άρχισε να μουρμουρίζει. Με το τέλος του έργου ο Tudor σηκώθηκε και υποκλίθηκε και στην αίθουσα επικράτησε έντονη δυσαρέσκεια και αγανάκτηση. Όλοι συμφώνησαν πως ο Cage αυτή τη φορά το είχε παρακάνει.
Ο John Cage γεννήθηκε το 1912 στο Λος Ατζελες. Το 1930 παράτησε το κολλέγιο για να ταξιδέψει στην Ευρώπη. Το 1932 έδειξε στον Henry Cowell κάποια από τα πειράματά του με μια νέα εικοσιπεντάτονη τεχνική που είχε επινοήσει. Αυτός τον προέτρεψε να σπουδάσει με τον Arnold Schoenberg, πράγμα που έκανε κατά το 1935-36. Ο Cage του είπε πως δεν είχε καμία απολύτως αίσθηση της αρμονίας και ο Schoenberg παρομοίασε αυτό το γεγονός με έναν τοίχο που ποτέ δεν θα μπορέσει να ξεπεράσει. Αφού ο Cage του είχε ήδη υποσχεθεί να αφιερώσει τη ζωή του στη μουσική, αποφάσισε ότι έκτοτε θα αφιέρωνε την ζωή του στο «να χτυπάει το κεφάλι του στον τοίχο». Απέρριψε την αρμονία και επικεντρώθηκε στον ρυθμό.
Σύντομα ο Cage συνεργάστηκε με τον Otto Fischinger σε μία από τις αφηρημένες του ταινίες. Ο Fischinger είπε στον Cage πως
«κάθε πράγμα στον κόσμο έχει το δικό του πνεύμα και αυτό το πνεύμα μπορεί να ακουστεί μέσω των δονήσεων».
Ο Cage ενθουσιάστηκε από αυτή την παρατήρηση κι άρχισε να χτυπάει, να ξύνει και να τρίβει οτιδήποτε έβρισκε γύρω του. Αυτό οδήγησε στην σύνθεση ενός αριθμού έργων για κρουστά. Ο Cage κατέληξε πως οι θόρυβοι είχαν την ίδια μουσικότητα με την κατασκευασμένη μουσική.
O Cage έχει ήδη επινοήσει το προκατασκευασμένο πιάνο: ένα πιάνο στις χορδές του οποίου ο πιανίστας ρίχνει τυχαία διάφορα ανόμοια αντικείμενα που το μετατρέπουν σε μία ολόκληρη ορχήστρα κρουστών. Κάθε σύνθεση για προκατασκευασμένο πιάνο ακούγεται κάθε φορά διαφορετικά. Τη δεκαετία του 1940 συνειδητοποιεί πως τα έργα του μεταφέρουν στους ακροατές διαφορετικά μηνύματα και συναισθήματα από αυτά που σχεδίαζε. Καταλήγει πως η μουσική δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για επικοινωνία.
«Κανείς δεν καταλαβαίνει κανέναν. Είναι μάταιο να συνεχίσω έτσι. Αποφάσισα να σταματήσω να γράφω μουσική μέχρι να βρω έναν καλύτερο λόγο από το να εκφράζω τον εαυτό μου».
Η απάντηση του δόθηκε το 1946 από την Ινδή Gitta Sarabhai με την οποία αντάλλασσε μαθήματα Δυτικής αντίστιξης για μαθήματα Ινδικής μουσικής. Όταν την ρώτησε για τον σκοπό της μουσικής στην Ινδία του απάντησε πως ο δάσκαλός της πίστευε πως σκοπός της μουσικής είναι να ησυχάζει το μυαλό κι έτσι να το κάνει δεκτικό σε θεϊκές επιρροές. Αυτό ήταν. Ο Cage αποφάσισε να καταλάβει τι σημαίνει «ήσυχο μυαλό» και «θεϊκές επιρροές». Για αρκετούς μήνες αφιερώθηκε στην μελέτη της φιλοσοφίας και του βουδδισμού (Ζεν) με τον Daisetz T. Suzuki.
«Αισθανόμουνα πως άλλαζα. Οι προηγούμενες αντιλήψεις μου ήταν αυτές ενός παιδιού». Το ήσυχο μυαλό, κατέληξε, είναι αυτό που είναι ελεύθερο από την αντιπάθεια. Αλλά αφού η αντιπάθεια προϋποθέτει την συμπάθεια, πρέπει να είναι ελεύθερο κι από τα δύο.
«Με την απόρριψη της αντιπάθειας και της συμπάθειας ανοίγουν οι ορίζοντες του μυαλού κι αρχίζεις να ενδιαφέρεσαι πραγματικά για τα πράγματα».
Οι «θεϊκές επιρροές» ήταν οι ήχοι και τα γεγονότα που ήταν παντού τριγύρω.
«Οι ήχοι πρέπει να τιμώνται αντί να σκλαβώνονται».
Πώς όμως λειτουργεί η φύση; Τα φυσικά φαινόμενα, τουλάχιστον σε επίπεδο μικροκόσμου και σύμφωνα με την κβαντική μηχανική και τη θεωρία του χάους, δεν ακολουθούν μηχανικά ή ντετερμινιστικά μοντέλα, αλλά μάλλον μοντέλα που βασίζονται στην τύχη. Ο Cage αποφασίζει να ακολουθήσει τις εξελίξεις της επιστήμης με τη μουσική του κι αρχίζει να χρησιμοποιεί το μη ντετερμινισμό και την τύχη. Η τέχνη και η ζωή δεν πρέπει να διαχωρίζονται.
«Η μουσική δεν είναι διαφυγή από την ζωή αλλά μια εισαγωγή σε αυτήν».
Ο συνθέτης προχωρεί από την αυτοέκφραση στο άνοιγμα ενός παραθύρου προς τους ήχους του περιβάλλοντος.
Το 1951, ο Cage επισκέφθηκε ένα πλήρως μονωμένο δωμάτιο στο Πανεπιστήμιο Harvard για να ακούσει την σιγή. «Περίμενα να μην ακούω τίποτα». Αντίθετα ανέφερε πως άκουσε δύο ήχους: έναν υψηλό και έναν βαθύ. Ο πρώτος ήταν το νευρικό του σύστημα και ο δεύτερος η κυκλοφορία του αίματός του.
«Το πραγματικό νόημα της σιγής είναι η απόρριψη της πρόθεσης. Στην Ινδία λένε πως η μουσική δεν σταματάει ποτέ. Σταματάει μόνο όταν γυρίζουμε την πλάτη και σταματάμε να προσέχουμε».
Με την σύνθεση του 4’33" ξεκαθαρίζει πως δεν υπάρχει σιγή, ορισμένη ως απόλυτη απουσία ήχου.
«Πρόθεσή μου ήταν να κάνω κάτι που να μην λέει στον κόσμο τι να κάνει». Για τον Cage ο ακατάπαυστος ρυθμός που διατρέχει κάθε είδος συμβατικής μουσικής ήταν το απ’ευθείας ανάλογο ενός στρατιωτικού νόμου. Η ίδια η τονικότητα, η κυριαρχία ενός κεντρικού τόνου, ήταν σαν μία δικτατορία. Το ίδιο κι ο διευθυντής της ορχήστρας. Στην εξέλιξη της μουσικής του τα απέρριψε.
Δέχθηκε έναν μεγάλο αριθμό τιμητικών διακρίσεων για την προσφορά του στην μουσική. 1942: βραβείο της Εθνικής Ακαδημίας Γραμμάτων και Τεχνών για την διεύρυνση των ορίων της μουσικής, 1978, 1988: μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Επιστήμης και Τεχνών και Γραμμάτων και Τεχνών αντίστοιχα, 1982: παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής από τη Γαλλική κυβέρνηση, 1986: διδάκτορας όλων των τεχνών από το Ινστιτούτο Τεχνών της Καλιφόρνια, 1989-90: δίδαξε ποίηση στο Πανεπιστήμιο Harvard κ.λ.π. Πέθανε τον Αύγουστο του 1992 στη Νέα Υόρκη.
Ο Pierre Boulez κάποτε είχε πει για τον Cage:
«Λατρεύω το μυαλό του αλλά δεν μου αρέσουν αυτά που σκέφτεται».
Ένα βροχερό βράδυ του φθινοπώρου του 1992 τιμήθηκε μετά θάνατον σε μία εξαιρετική συναυλία στο Ηρώδειο. Το κοινό, που αποτελλούνταν από όχι περισσότερα από εκατό άτομα, με το τέλος της εκτέλεσης του 4’33" ξέσπασε σε ενθουσιώδη χειροκρότημα για πολλή ώρα.
Fluxus.
Το κίνημα του Fluxus γεννήθηκε στη Γερμανία με επίκεντρο τον Λιθουανό καλλιτέχνη Georges Maciunas, ο οποίος τον Σεπτέμβριο του 1962 οργάνωσε μια συναυλία σύγχρονης μουσικής υπό τον γενικό τίτλο Fluxus Internationale Festspiele neuester Musik. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε και την αρχή ενός ευρύτερου πρωτοποριακού καλλιτεχνικού ρεύματος, που αναδείχτηκε με όλα τα διαθέσιμα εκφραστικά μέσα και χαρακτηρίστηκε από την ανάμειξη πολλών διαφορετικών μορφών της τέχνης, από τις εικαστικές τέχνες μέχρι τη μουσική και τη λογοτεχνία.
Καλλιτέχνες όπως οι Ben Vautier, Nam June Paik, Yoko Ono, κ. α., επηρρεασμένοι από τον ντανταϊσμό και τον Marcel Duchamp, τη διδασκαλία του John Cage και τη φιλοσοφία Ζεν, επιχειρούν να καταργήσουν τα στεγανά μεταξύ των τεχνών, να αποδομήσουν την έννοια του έργου τέχνης και να φέρουν την τέχνη κοντά στη ζωή, όπως και η κατάργηση της απόστασης μεταξύ του κοινού και των ίδιων των καλλιτεχνών. Οργανώνουν συναυλίες, επινοούν τη Mail Art, τα happenings και την video-art και διακηρύσσουν την αντίθεσή τους στην εμπορευματοποίηση της τέχνης.
Συχνά, ο αντισυμβατικός χαρακτήρας του κινήματος αποτέλεσε αντικείμενο αρνητικής κριτικής. Ανάμεσα στους μουσικούς, εκπροσώπους του κινήματος συγκαταλέγονται οι John Cage [στη θρυλική μουσική σύνθεση 4'33'' του Cage για το ανέφικτο της σιωπής και στην πεποίθηση ότι κάθε ήχος είναι μουσική• ακόμα και ο ήχος ενός χαρτιού που σκίζεται ή το να σπρώχνεις ένα τραπέζι στο πάτωμα. Το Fluxus άνοιξε διάπλατα ένα παράθυρο στην τέχνη] και Gyorgy Ligeti.
(Online-Mag.gr)
http://classical.wordpress.com/2007/10/12/fluxus-and-music/